εὐλόγχων

εὐλόγχων
εὔλογχος
fortunate
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εύλογχος — εὔλογχος, ον (Α) αυτός που έχει ή φέρνει καλή τύχη, τυχερός, ευνοϊκός, γουρλίδικος («Δημόκριτος εὐχόμενος εὐλόγχων εἰδώλων τυγχάνειν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λόγχη «μοίρα» (< λαγχάνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”